Ανηλεή. Και ακατάπαυστο. Μια ολάκερη νύχτα χωρίς να κλείσω μάτι.
Μετά τα ταξίδια, θα ανέβαζα φωτογραφίες μπλε από το νησί.
Και από τα ταξίδια στους ανθρώπους που συνάντησα στη διαδρομή μου.
Επέστρεψα όμως σε μαύρη μέρα.
Και τόσο βαρύγδουπη. Τραγωδία. Εθνική. Ανείπωτη. Πένθος. Πύρινο.
Δεν έχω ζήσει πόλεμο. Και εύχομαι να μην χρειαστεί. Έχω την εντύπωση πως κάπως έτσι πρέπει να ‘ναι. Ολοκληρωτικός και ανελέητος. Με καταλυτικούς αριθμούς που σε παραλύουν. Σαν τις πύρινες φλόγες που καταστρέφουν δάση, σπιτικά, ανθρώπους. Που από θέμα τύχης μάλλον δεν είναι οι κατάδικοί μου άνθρωποι. Αυτό το καλοκαίρι χάσαμε κάτι δικό μας. Όλοι μας.
Από κάποια μαύρα μυαλά, άρρωστα και μικρά, ανίκανα να χαρούν την ομορφιά. Όταν τα ‘χουνε όλα δεδομένα και σε αφθονία, πλήττοντας, κυνηγώντας μανιωδώς τα πολλά. Θαρρείς και οι υπόλοιποι είμαστε οι οφειλέτες τους. Και θα πρέπει να συμμετέχουμε στα θεατρικά τους που ξεπερνούν το σουξεδάκι του Νέρωνα.
Κουράστηκα από τα λόγια. Πολιτικών, δημοσιογράφων, φίλων και γνωστών. Κατέχουμε το άθλημα της θεωρίας και των λογιδρίων. Κάτι πάει στραβά όμως στην πράξη. Και δε βγάζω την πάρτη μου απ’ έξω. Λέμε να κάνουμε συγκεντρώσεις, να προστατεύσουμε εθελοντικά τα δάση. Ενεργά. Να διαμαρτυρηθούμε με παλμό συλλογικά. Ωραία όλα και καλά. Και τα κείμενα των blogger ακόμα καλύτερα. Υπάρχουν άνθρωποι που προβληματίζονται. Και; Εκεί θα μένουμε πάντα; Μας τελειώνουν τα καύσιμα για την πράξη;
Τα καλύτερα λόγια που μπορούν να ειπωθούν είναι η στάση μας. Η συμπεριφορά μας. Από τα πιο μικρά στα πιο μεγάλα. Να βγούμε λίγο έξω από τον ευατούλη μας. Που τον στέργουμε πιο πολύ κι από μωρό. Τι έκανα εγώ προσωπικά;
Προτίμησα να βγω να διασκεδάσω τη νύχτα, παρά να πάω στο ραντεβού μου με τα παιδιά στην πυροφύλαξη, πέταξα αφηρημένα εκείνο το άδειο τενεκεδάκι αναψυκτικό, σκέφτηκα την καλοπέρασή μου από το να μοιραστώ το χρόνο μου με κάποιον συνάνθρωπό μου, έστω κι αν είναι η τυπικά ξένη γιαγιά του 4ου. Και μην πει κάποιος τι σχέση έχει η γιαγιά του 4ου με τις πυρκαγιές. Όταν μάθουμε να μοιραζόμαστε με αγάπη, χωρίς γκρίνια κι εγωϊσμούς, δε θα υπάρχουν πυρκαγιές. Και νεκροί. Πόσοι από μας πήγαμε να βοηθήσουμε ανήμπορους γέροντες, ανθρώπους μονάχους στα χωριά την ώρα της καταστροφής; Να ξενυχτήσουμε στο πλάι πυροσβεστών που δεν κοιμούνται και παλεύουν με δυνάμεις μεγαλύτερες και ανεξέλεγκτες; Πόσοι γκρινιάζουμε ολημερίς για να γίνει το δικό μας κι όχι το κοινό συμφέρον κι ας μη μας συμφέρει; Πόσοι από μας κάναμε τα στραβά μάτια στην βλακώδη συμπεριφορά συμπολιτών μας και είπαμε ‘’έλα μωρέ, το κάνουν όλοι, σιγά’’. Και εσύ θα σώσεις τον κόσμο; Ποιος είσαι, ζήσε τη ζωούλα σου και μακριά από μας. Εσύ να περνάς καλά και μη σκας για τους άλλους.
Δεν περνάω καλά με την ασχήμια. Και τον εγωϊσμό μας. Και δε θέλω να ξημερώσει, αν και ξέρω πως δε θα αποφύγω τη στάχτη. Και τη βλακεία κάποιων μικρών που πρέπει να λέγονται συμπολίτες μου. Μπορεί να κατάφεραν και να χοροπηδούν σαν διάολοι πάνω στην καμμένη γη. Και στα σπαρταριστά κορμιά που έφυγαν άδικα. Κατάφεραν και κάτι άλλο. Γέμισα περισσότερο πείσμα και θέληση. Αλλά έχουμε πόλεμο. Όχι μόνο με δαύτους. Με τον κακό μας ευατό. Ακόμη. Και δεν τελείωσε. Χάνουμε μάχες. Πολλές το ξέρω. Στο τέλος θα βγει ο νικητής.

Λίγο πριν την αυγή τώρα, το πιο βαθύ σκοτάδι. Προσεύχομαι σιωπηρά. Και στο ράδιο ο Αύγουστος του Παπάζογλου. Μα γιατί το τραγούδι να ΄ναι λυπητερό…
Π.