''Ξέρω μια λεύκα
ξέρω δυο πεύκα

κι ένα πλατάνι
Το μέτωπό μου
μακριά κοιτώντας
ρυτίδες κάνει
Μπορώ να κοιμηθώ
να σηκωθώ
και να πλυθώ
μπορώ να σηκωθώ
και να πλυθώ
μια μέρα ακόμα
Μα όταν θυμηθώ
πως τη σιωπή μου
έχουν βοηθό
τους δίνω μια γροθιά
στο στόμα''

Μπορεί να μην έχω μια λεύκα κι ένα πλατάνι για πολύ ακόμα. Έχω όμως άνθρωπο. Τον ίδιο που δίνουμε ραντεβού στις πλατείες του Συντάγματος και σε αυτές τις καρδιάς μας. Κυρίως αυτές. Όχι τώρα που τα αντανακλαστικά του δουλεύουν κάτω από συναισθηματική φόρτιση.
Πάντα. Και κυρίως όταν δεν έχει στο λεξιλόγιό του την ατάκα ''έλα μωρέ, εδώ είναι Ελλάδα, τίποτα δεν αλλάζει''.
Αυτόν τον άνθρωπο που σε λίγες μέρες θα ρίξει μαύρο στα τζάκια και τους συνήθεις υπόπτους που τον μπαφιάζουν και θα επιλέξει συνειδητά κάτι λιγότερο υποκριτικό, κάτι πιο φρέσκο. Που δεν κυκλοφορεί μια μέρα μετά τον όλεθρο με σημαία ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα σε κεντρική οδό, περήφανος για αυτό. (Το 'δα κι αυτό σε αυτήν τη χώρα, αντί να κουβαλάμε τσάντες με τρόφιμα, δουλοπρεπώς κουβαλάμε τη βλακεία!). Που αλλάζει συνειδητά στάση ζωής και παιδεύει την πάρτη του. Που δεν γίνεται το pet του καναπέ για να δει μια επίπλαστη αλήθεια σε ποσοστά. Τέτοιο άνθρωπο έχω. Και είναι αρκετοί γύρω μου. Ξέρω ότι είναι και πάλι λίγοι στο σύνολο. Αλλά με αυτούς τους λίγους, για αυτούς τους λίγους αξίζει τον κόπο. Κι ας λέει η Βιτάλη, σε στίχους της Λίνας:
''Σ' ό, τι αγαπάω
για κληρονόμο
τη δίψα αφήνω''
Η δίψα για αυτόν τον άνθρωπο είναι δίψα για τον συνάνθρωπο. Μόνο εκεί ξεδιψά.
Ευχαριστώ. Για το λίγο και το πολύ που μοιραστήκαμε. Υλικό και ουσιαστικό.

Π.