Πρέπει να είναι ιεροτελεστία.
Κάθε Κυριακή αναμένω το ίδιο δρομολόγιο. Απαράλαχτο.
Νυσταγμένο βλέμμα να αναζητά τον καφέ. Κι ας έχει φθάσει ο ήλιος να πλησιάζει το μεσημεράκι.
Και η ραστώνη να παραλύει τους αρμούς του κορμιού.
Πρωϊνός καφές με εφημερίδες. Κακιά συνήθεια από το γυμνάσιο. ''Τι τις θες τις φυλλάδες;'' Πετάγομαι μέχρι το περίπτερο στη γωνία.
'Τελείωσε'
Οπλίζομαι με θάρρος και κατηφορίζω για το επόμενο περίπτερο-μπακάλικο.
'Τελείωσε'...Έπειτα από 5 περίπτερα-παντοπωλεία-τα έχουμε όλα καταστήματα σκεφτόμουν να κατέβω μέχρι και Σύνταγμα με τα πόδια.
Σε ένα στενάκι μικρό, κάθετα στο δρόμο, εντόπισα κατά τύχη ένα μικρό μαγαζάκι. Δεν είχε καν ταμπέλα παντοπωλείου-τα έχω όλα κατάστημα. Μονάχα τρεις τέσσερις αθλητικές εφημερίδες κρεμασμένες σε σχοινί. Τελευταία ευκαιρία πριν το δρομολόγιο στο κέντρο.
Από την είσοδο είδα κάτι διαφορετικό. Πιο ζεστό. Αλλιώτικο.
Εκεί, στο κεφαλόσκαλο ένας βασιλικός. Πλατύφυλλος.
Το σκηνικό μέσα σαν να κόλλησε κάπου στο χρόνο. Παλιά ράφια. Τάξη. Καθαριότητα. Χαμογελαστά πρόσωπα.
'Έχει μείνει κάποιο φύλλο της...;'
'Ναι κοπέλα μου. Βεβαίως.'
Έμαθα για την οικογένειά τους. Το ζευγάρι, δυο καλοσυνάτοι άνθρωποι και χαμογελαστοί, μου 'παν την ιστορία τους. Για το μαγαζί και τα χρόνια που κληρονόμησαν. Για το βασιλικό και την γειτονιά. Για τη χαρά των χρόνων που πέρασαν και τις αγωνίες του ανταγωνιστικού μέλλοντος.
'Θα σας ξανάρθω.'
Γύρισα σπίτι και σαν να είχα επιστρέψει πίσω από μια καθημερινή ιστορία της Ελλάδας κάπου στα '60. Αλώβητης από ταχύτητες και απαλαγμένης από κλειστές καρδιές. Ειδικά μεσημέρια Κυριακής. Μιας Ελλάδας που επιμένει. Όχι στα περασμένα μεγαλεία, αλλά στην απλότητα των στιγμών. Και των προσώπων των αυθεντικών και γελαστών.
Η ΑΕΚ είχε πάρει τους 3 βαθμούς από χθες. Το μικρόφωνο στα γήπεδα θα έπαιζε για ακόμα ένα απόγευμα. Βροχερό. Με τσάι και μπισκότα κανέλας.
Μένουμε μέσα σήμερα. Ραχάτι κυριακάτικο.

Όλα ομορφαίνουν ξανά
κάτι αλλάζει εκεί έξω...


Π.