Πρέπει να ήταν πριν ακριβώς δυο χρόνια κι ένα μήνα, όταν ένιωσα το υγρό κλίμα ξημερώματα να μου τρυπάει τα κόκκαλα. Τροπικό. Κάπου στο κέντρο της Αφρικής, στην Ουγκάντα.
Άγνωστος τόπος, άγνωστα πρόσωπα. Ένα γρήγορα τσάι για πρωϊνό στον καταυλισμό και στα γρήγορα στο τζιπ για τον προορισμό.12 ώρες στο δρόμο καθημερινά. 12 ώρες που γέμιζαν από πρόσωπα γελαστά, παραπονεμένα, σκυθρωπά, σκαμμένα από την ελονοσία, το AIDS, ταλαιπωρημένα και τεντωμένα από την ασιτεία. Δε μπορείς να χωρέσεις αυτές τις ώρες σε κείμενα. Ούτε καν σε φωτογραφίες και βιντεάκια. Πρέπει το δικό σου πρόσωπο να συναντήσει τα πρόσωπά τους. Ατόφια και ουσιαστικά.

Να χαθεί στα πράσινα οροπέδια που θα ευχόσουν να ‘ταν και λίγο δικά σου.

Να γευθεί τους πιο νόστιμους ανανάδες και κάθε λογής φρούτα και να ξεχάσεις για πολλές μέρες τις ευκολίες του φαγητού σου. Τρώγοντας μέσα σε μπανανόφλουδες μόνο ρύζι και γλυκοπατάτες με τα δάχτυλά σου. Και να χορταίνεις. Με όλους.

Να ξεδιψάσει μονάχα όταν δώσεις το εμφιαλωμένο νερό που κραδαίνεις, μοναδική σου περιουσία στη διαδρομή, σε δυο παιδικά μάτια. Κι εκείνα να σε ευχαριστούνε χοροπηδώντας για τα 250ml που σου απέμειναν. Αναθεματίζεις που πετάς τόνους νερού στην πατρίδα ε; Νιώσε τα χέρια σου τώρα σαν σουρωτήρι που δε βαστά πολύ νερό για να δώσει.

Να μοιραστεί τους ήχους τους και τους χορούς τους. Όχι σαν κάτι ξωτικό που σε συναρπάζει, μα σαν κάτι εξίσου αποδεκτό και ίσως γνώριμο. Σαν να γυρίζεις στις ρίζες σου. Για λίγο. Και κυρίως το χαμόγελό τους.

Να χαθεί μια βραδιά σε ένα ελεεινά λασπωμένο δρόμο και να τραγουδά με τους ντόπιους μέχρι να ξεκολλήσει η ρόδα και να πας στο παρακάτω του δρόμου. Με μοναδικό φακό ένα φεγγάρι στα καλύτερά του και το χαμόγελό τους.

Να σκύψει από αυτοκριτική σε νοσοκομεία χωρίς ένα μηχάνημα, αντιβιοτικά, και ακουστικά. Με πενικιλίνη για ο,τιδήποτε. Από τους πόνους της κοιλιάς από ελονοσία μέχρι το AIDS. Και να μείνει να κοιτά κρεβάτια χωρίς ορούς, χωρίς μαξιλάρια, χωρίς. Μόνο κορμιά φερόμενα καταπονημένα, μάταια αναμένοντα ελπίδες και φάρμακα. Γιατρειά.

Να περιπλανηθεί στα σπίτια τους, εκείνα τα υποτυπώδη που λίγο απέχουν από παράγκες. Να τους μιλήσει για τις σπουδές των παιδιών τους, για την ανύπαρκτη διεθνή κοινότητα με τις χρηματοδοτήσεις, για προγράμματα, φύκια, μεταξωτές κορδέλες…

Και μετά αυτό το ίδιο δικό σου πρόσωπο να αρνείσαι να το νίψεις με νερό. Για να μη ξεχάσεις, να μη φύγει από τα μάτια σου μπροστά το αληθινό πρόσωπο της Mama Africa.

Και να μη φοβάσαι πια την αρρώστια. Να τους αγκαλιάζεις με ανοιχτή και την καρδιά. Χωρίς να ξέρεις πιο χέρι από αυτά που σε αγγίζουν πραγματικά σε λίγες μέρες δε θα είναι ζωντανό.

Και να φεύγεις με άδεια βαλίτσα. Τι τα χρειάζεσαι πια; Οδοντόβουρτσες, παπούτσια, ρούχα. Πίσω στην πατρίδα σε περιμένουν τόσα άλλα.

Για κάτι μονάχα δεν είμαι σίγουρη πια. Αν μας χρειάζονται για τα χρήματα και μόνο. Όσο έμεινα κει, τους έφτανε η ουσιαστική παρουσία. Μας ένιωθαν δίπλα τους. Αληθινά. Κι όχι σαν κάποια κάρτα της Unicef…

Rwenzori Mountain

Π.