Ναι!
Τα παιδιά είναι στους δρόμους ξανά
και ακούω παντού δυνατά,
Φωνές να διαταράσσουν την κοινή
ησυχία κι έτσι να συνεχίζεται του
δρόμου η ιστορία.
Ναι!
Είναι του δρόμου η ομορφιά με
πλάνεψε κι εμένα κάποτε παντοτινά.
Και τώρα οι φωνές μου μοιάζουνε
Μελωδία – κι είσαι κοντά αναρχία;
Αλήθεια τέτοιες ώρες σε
νιώθω κοντά, μα εδώ πέρα
το νόμο εκπροσωπεί
η μαμά.
Και επεμβαίνει στο σκηνικό
μου με βία – Παιδί μου, δε
διάβασες για θρησκεία.
-Έλα ρε μαμά, άλλα δέκα
λεπτά, πώς να στο εξηγήσω
έχει χείλη υγρά,
Πώς να σου πω πως θέλω να
κρυφτούμε μαζί και αυτός
που θα φυλάει ποτέ να μη
μας βρει.
Την άγρια μορφή της να
πάρω αγκαλιά και καθώς
θα ηρεμεί να της χαϊδεύω τα μαλλιά.
Μαμά μου, ξέρω, σε
ανησυχεί θα το 'χεις
καταλάβει και ας μη σου το
'χω πει,
Έτσι και με φιλήσει η καρδιά μου θα εκραγεί,
μα πίστεψέ με αξίζει το πρωϊνό να μη με βρει,
μαμά μου θα μου λείψεις μα μη κλάψεις πολύ,
άλλωστε κάτι μού έλεγες για θάνατο και αρχή.
-Δεν λέω κουβέντα, γρήγορα επάνω.
Άχ, άρχισα την υπομονή μου να χάνω,
Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που έχεις να
κάνεις κι όχι έτσι χωρίς λόγο το χρόνο σου να
χάνεις.
-Άνοιξε μωρέ, που να με καταλάβει, άλλωστε να
ερωτευθεί μάλλον δε θα 'χει προλάβει,
Πάνω που τις πείθαμε να παίξουμε πυθία, αυτή
μου το χαλάει για μια κωλοθρησκεία.

Οι παιδικοί έρωτες γεννιούνται
παίζοντας κρυφτό και
σκαρφαλώνοντας σε μάντρες.

Τα κορίτσια που ερωτεύεσαι είναι
οι καθημερινοί σου σύντροφοι σ' ένα
παιχνίδι ανταρσίας και ανυπακοής.
Ο ένας τριγυρίζει χέρι-χέρι και
βγάζει τη γλώσσα στον κόσμο των
μεγάλων.
Χλευάζει απειλητικά μια ηθική
κοινωνία προσπαθώντας να ξεφύγει
απ’ τα χνάρια της.
Τα πρώτα φιλιά σφραγίζουν το
Μυαλό σου με τσαμπουκαλεμένους
φαντασιακούς οργασμούς.
Ο θάνατός κι η ζωή αλλάζουν σημασίες, ενώ
Εντός σου εκρήγνυνται επικίνδυνες ουσίες.
Το ξέρεις ότι ζεις μονάχα για ένα πράγμα,
Μα δεν τρέχει και τίποτα για πάρτη του αν
Πεθάνεις,
Πρώτη φορά σε κέρασε πόνο ένα κλάμα και
Πρωτολιγουρεύτηκες στο χώμα να παρκάρεις.
Μια διάθεση για θάνατο κρατάω από τότε, που
Την εχαλαλίζω για χάρη μιας γιορτής,
Μου είπαν πως θα έρθει όμως δε ξέρω πότε,
Απλά θα της προτείνω κοίταξε να βιαστείς.
Κοίταξε να ‘ρθεις γρήγορα τα πάντα έχουν
Αλλάξει, ακόμα μεγαλώνω όσο κι αν
Προσπαθώ,
Δε θέλω να ξεχάσω αυτά που μου ‘χω τάξει, να
Αλλάξω και να ντρέπομαι στα μάτια να με δω,

Δε θέλω να μ’ ακούσω να σε λέω ουτοπία
Γουστάρω να σε νιώθω κοντά μου αναρχία.

(Υποβρύχιο, 40)

Για την αντιγραφή, Π.