Ένα όμορφο πρωινό του Μάη, σε ένα στενό δρομάκι λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη, πέρασα δίπλα από το 100% τέλειο κορίτσι.Για να πω την αλήθεια, δεν είναι τόσο όμορφη. Δεν μπορείς να πεις πως ξεχωρίζει. Τα ρούχα της δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Τα μαλλιά της είναι ακόμα ανακατεμένα από τον ύπνο. Ούτε και πολύ νέα είναι, κοντά στα τριάντα, δεν θα την αποκαλούσες εύκολα «κοριτσάκι». Αλλά και πάλι, το νιώθω από πενήντα μέτρα μακριά. Είναι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα. Τη στιγμή που τη βλέπω, μια βροντή ξεσπάει στο στήθος μου και το στόμα μου ξεραίνεται σαν να ήταν έρημος.
Ίσως έχετε τον δικό σας αγαπημένο τύπο κοριτσιού. Κάποια με λεπτούς αστραγάλους, για παράδειγμα, ή με μεγάλα μάτια, ή ντελικάτα δάχτυλα, ή ακόμα να έλκεστε για απροσδιόριστο λόγο από κορίτσια που τινάζουν το κεφάλι και τα μαλλιά τους κυματίζουν με χάρη στον αέρα. Εγώ έχω τις δικές μου προτιμήσεις φυσικά. Μερικές φορές σε εστιατόρια πιάνω τον εαυτό μου να χαζεύει το κορίτσι στο διπλανό τραπέζι επειδή μου αρέσει το σχήμα της μύτης της.
Αλλά κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως το 100% τέλειο κορίτσι του ανταποκρίνεται σε κάποιο προκαθορισμένο πρότυπο. Κι αν μου αρέσουν οι καλοσχηματισμένες μύτες, δεν μπορώ να θυμηθώ το σχήμα της δικής της – δεν μπορώ να θυμηθώ καν αν είχε μύτη. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ στα σίγουρα είναι ότι δεν είχε καμιά ιδιαίτερη ομορφιά. Είναι τόσο παράξενο.
«Χθες στο δρόμο πέρασα δίπλα από το 100% τέλειο κορίτσι» λέω σε κάποιον.
«Ναι;» λέει. «Όμορφη;»
«Όχι ιδιαίτερα.»
Ο «αγαπημένος σου τύπος, τότε;»
«Δεν ξέρω. Δεν φαίνεται να μπορώ να θυμηθώ τίποτα για αυτήν – το σχήμα των ματιών της ή το μέγεθος του στήθους της.»
«Περίεργο.»
«Ναι. Περίεργο.»
«Τέλος πάντων,» μου λέει, ήδη βαριεστημένος, «Τι έκανες; Της μίλησες; Την ακολούθησες;
«Μπα. Απλώς πέρασα δίπλα της στο δρόμο.»
Εκείνη περπατά από την ανατολή στη δύση, εγώ από την δύση στην ανατολή. Είναι ένα πραγματικά ωραίο πρωινό του Μάη. Μακάρι να μπορούσα να της μιλήσω. Μισή ώρα θα ήταν αρκετή. Να τη ρωτούσα γι’ αυτήν, να της μιλούσα για μένα, και – αυτό που θα ήθελα πραγματικά να κάνω – να της εξηγούσα για το ντόμινο της μοίρας που μας οδήγησε να περάσουμε από εκείνο το στενό δρομάκι λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη ένα όμορφο πρωινό του Μάη του 1981. Αυτό θα ήταν σίγουρα μια ιστορία γεμάτη απόκρυφα μυστικά, όπως ένα μαγικό ρολόι αντίκα που φτιάχτηκε τη μέρα που η ειρήνη βασίλευσε τον κόσμο.
Αφού μιλούσαμε, θα τρώγαμε μαζί κάπου, ίσως θα βλέπαμε μια ταινία του Woody Allen, ίσως θα σταματούσαμε στο bar κάποιου μεγάλου ξενοδοχείου για να πιούμε κοκτέιλ. Με λίγη τύχη μπορεί να καταλήγαμε στο κρεβάτι μαζί.
Οι πιθανές δυνατότητες χτυπούν την πόρτα της καρδιάς μου. Τώρα η απόσταση μεταξύ μας έχει μικρύνει στα δεκαπέντε μέτρα. Πώς μπορώ να την πλησιάσω; Τι να της πω;
«Καλή σας ημέρα, δεσποινίς. Πιστεύετε πως θα μπορούσατε να διαθέσετε μισή ώρα για μια μικρή συζήτηση;» Γελοίο. Θα ακουγόμουν σαν ασφαλιστής.
«Συγχωρέστε με, μήπως τυχαίνει να γνωρίζετε εάν υπάρχει κάποιοκαθαριστήριο εδώ κοντά;» Όχι, αυτό είναι εξίσου γελοίο. Δεν κουβαλάω καν κάποιο κουστούμι μαζί μου, ποιά θα ανταποκρινόταν σε μια ατάκα σαν αυτή;
Ίσως η απλή αλήθεια θα ήταν αρκετή. «Καλημέρα. Είσαι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα.» Όχι, δεν θα το πίστευε. Ακόμα και να το πίστευε, μπορεί να μην ήθελε να μιλήσει αυτή σε μένα. Συγγνώμη, θα έλεγε, μπορεί να είμαι το 100% τέλειο κορίτσι για σένα, αλλά εσύ δεν είσαι το 100% τέλειο αγόρι για μένα. Θα μπορούσε να γίνει έτσι. Και εάν βρισκόμουν σε αυτή τη κατάσταση, πιθανόν να έσπαγα σε κομμάτια. Ποτέ δεν θα συνερχόμουν από το σοκ.
Είμαι τριάντα δύο, και αυτό σημαίνει να μεγαλώνεις.
Περνάμε μπροστά από ένα ανθοπωλείο. Μια στιγμιαία, θερμή μάζα αέρα χαϊδεύει το δέρμα μου. Η άσφαλτος είναι υγρή, και η μύτη μου πιάνει τη μυρωδιά από τα τριαντάφυλλα. Δεν μπορώ να σπρώξω τον εαυτό μου να της μιλήσει. Φοράει ένα άσπρο πουλόβερ, και στο δεξί της χέρι κρατά έναν λεπτό άσπρο φάκελο που του λείπει μόνο το γραμματόσημο. Λοιπόν. Έχει γράψει σε κάποιον γράμμα, μάλλον πέρασε ολόκληρη τη νύχτα γράφοντας,κρίνοντας από το νυσταγμένο βλέμμα στα μάτια της. Ο φάκελος θα μπορούσε να περιέχει όλα τα μυστικά που είχε ποτέ. Κάνω μερικά ακόμα βήματα και γυρνώ.Έχει χαθεί στο πλήθος.

Φυσικά τώρα, ξέρω ακριβώς τι έπρεπε να της έχω πει. Θα ήταν ένας μεγάλος μονόλογος, όμως, πολύ μεγάλος ώστε να καταφέρω εγώ να τον αποδώσω αξιοπρεπώς. Οι ιδέες που μου έρχονται δεν ήταν ποτέ πολύ πρακτικές. Ωχ, καλά. Θα ξεκινούσε με «μια φορά κι έναν καιρό» και θα τελείωνε με «μια λυπηρή ιστορία, δεν συμφωνείτε;»

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Το αγόρι ήταν δεκαοχτώ χρονών και το κορίτσι δεκαέξι. Εκείνος, δεν ήταν ασυνήθιστα όμορφος, εκείνη δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Ήταν απλώς ένα συνηθισμένο μόνο αγόρι και ένα συνηθισμένο μόνο κορίτσι, όπως όλοι οι άλλοι. Αλλά πίστευαν με όλη τους τη καρδιά πως κάπου στον κόσμο
ζει το 100% τέλειο αγόρι και το 100% τέλειο κορίτσι γι’ αυτούς. Ναι, πίστευαν σε ένα θαύμα. Και αυτό το θαύμα συνέβη στ’ αλήθεια. Μια ημέρα ο ένας έπεσε πάνω στον άλλο στη γωνία ενός δρόμου.
«Αυτό είναι καταπληκτικό,» είπε εκείνος.
«Σε ψάχνω όλη μου τη ζωή. Μπορεί να μην το πιστέψεις, αλλά είσαι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα.»
«Και εσύ,» του είπε εκείνη, «Είσαι το 100% τέλειο αγόρι για μένα, ακριβώς όπως σε φανταζόμουν, με κάθε λεπτομέρεια. Είναι σαν όνειρο.»
Κάθισαν σε έναν παγκάκι, κράτησαν ο ένας το χέρι του άλλου, και αντάλλασαν τις ιστορίες τις ζωής τους ώρες ατελείωτες. Δεν ήταν πια μόνοι. Είχαν βρει και είχαν βρεθεί από το 100% τέλειο άλλο τους μισό. Τι υπέροχο πράγμα που είναι να βρίσκεις και να βρίσκεσαι από το 100% τέλειο άλλο σου μισό. Είναι ένα θαύμα, ένα κοσμογονικό θαύμα. Καθώς κάθισαν και μίλησαν, εντούτοις, μια μικρή, μικρούλα ακίδα αμφιβολίας ρίζωσε στις καρδιές τους: Ήταν πραγματικά πρέπον το όνειρο κάποιου να πραγματοποιείται τόσο εύκολα; Και έτσι, όταν μια στιγμιαία παύση ήρθε στη συζήτηση τους, το αγόρι είπε στο κορίτσι,
«Ας δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας – μόνο γι’αυτή τη μία φορά. Εάν είμαστε πραγματικά οι 100% τέλειοι εραστές, τότε κάπου, κάποτε, θα συναντηθούμε πάλι, χωρίς αμφιβολία. Και όταν αυτό συμβεί, και ξέρουμε ότι είμαστε οι 100% τέλειοι για τον άλλο, θα παντρευτούμε αμέσως. Τι λες;»
«Ναι,» είπε εκείνη, «αυτό είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνουμε.»
Και έτσι χώρισαν, αυτή στην ανατολή, και εκείνος στη δύση. Η δοκιμασία στην οποία συμφώνησαν, όμως, ήταν εντελώς περιττή. Δεν θα έπρεπε ποτέ να την έχουν πραγματοποιήσει, γιατί ήταν πραγματικά και αληθινά οι 100% τέλειοι εραστές, και ήταν ήδη ένα θαύμα ότι είχαν συναντηθεί αυτή τη μια φορά. Μα όντας νέοι, αυτό, ήταν αδύνατο να το ξέρουν. Τα παγωμένα, αδίστακτα κύματα της μοίρας τους παρέσυραν
χωρίς οίκτο. Ένα χειμώνα, το αγόρι και το κορίτσι αρρώστησαν από τη φοβερή γρίπη της εποχής, και αφού ακροβάτησαν για εβδομάδες μεταξύ ζωής και θανάτου, έχασαν κάθε ανάμνηση των χρόνων που πέρασαν. Όταν συνήλθαν, τα κεφάλια τους ήταν τόσο άδεια όσο άδεια είναι τα χωράφια μετά τον θερισμό τους. Παρόλα αυτά ήταν δύο έξυπνοι, αποφασισμένοι νέοι ακόμα, και μετά από σκληρή προσπάθεια κατάφεραν να αποκτήσουν ξανά τις απαραίτητες γνώσεις και συναισθήματα ώστε να επιστρέψουν ως κανονικά μέλη της κοινωνίας. Δόξα τω Θεώ, έγιναν πραγματικά έξοχοι πολίτες που ξέρουν να αλλάζουν γραμμές στο μετρό για να φτάσουν στο προορισμό τους και που μπορούν να στείλουν συστημένα γράμματα με το ταχυδρομείο. Μάλιστα, ένιωσαν ακόμα και την αγάπη ξανά, μερικές φορές 75% ή ακόμα και 85% αγάπη. Ο χρόνος πέρασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, και σύντομα το αγόρι ήταν τριάντα δύο, το κορίτσι τριάντα. Ένα όμορφο πρωινό του Μάη, σε αναζήτηση για τον πρώτο καφέ της ημέρας, το αγόρι περπατούσε από τη δύση στην ανατολή, ενώ το κορίτσι, που σκόπευε να στείλει ένα συστημένο γράμμα, περπατούσε από την ανατολή στη δύση, μα κατά μήκος του ίδιου στενού δρόμου λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη. Πέρασαν ο ένας δίπλα από τον άλλον ακριβώς στο κέντρο του δρόμου. Η ασθενέστερη σπίθα των χαμένων αναμνήσεων τους τρεμόσβησε για μία απειροελάχιστη στιγμή μέσα στις καρδιές τους. Ο καθένας τους αισθάνθηκε μια βροντή να ξεσπάει στο στήθος του. Και τότε ήξεραν:
Είναι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα.
Είναι το 100% τέλειο αγόρι για μένα.
Αλλά η αναζωπύρωση των αναμνήσεων τους ήταν πάρα πολύ αδύναμη, και η σκέψη τους δεν είχε πλέον τη διαύγεια που είχε δεκατέσσερα χρόνια πριν. Χωρίς κουβέντα, προσπέρασαν ο ένας τον άλλον, κι εξαφανίστηκαν στο πλήθος. Για πάντα. Μια λυπηρή ιστορία, δε συμφωνείτε;
________________________________________
Ναι, αυτό είναι, αυτό έπρεπε να της έχω πει.

Ευχαριστώ τον Σπύρο που το μοιράστηκε μαζί μου.