Η μέρα ήταν πολύ sureal. Από εκείνες που λες να τις σημειώσω να τις τιμάμε δεόντως.
Κατέβηκα στο ποτάμι της Ομόνοιας, έμπλεξα για μια ακόμα μέρα με το ένδοξον ελληνικό δημόσιο και κατέληξα στο μάθημα.
Κι ενώ έχω προετοιμαστεί για πολυσέλιδο case ( καλά για να λέμε την πάσα αλήθεια μόνο τα key points είδα!) και ανάλυση επί χάρτου, έρχεται ανάλυση επί...χόρτου.
Κουτόχορτου. Ο μεσιέ καθηγητής δε μας έκανε τας τιμάς και υποστήκαμε μια άλλη αναπληρώτρια-επίκουρο-λέκτορα. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τους τίτλους τιμής και ύφους. Ανάμεσα στα άλλα, κι εν τη ρίμει του λόγου της για την ιστορία της ζωής της( έχει ενδιαφέρον αν κανείς αναζητά σενάριο clopy-paste)ακούω έντρομη την εξής ατάκα:
"Για να χρησιμοποιήσω και μια...λαϊκή έκφραση, ένιωσα ανατριχίλα."
Έμεινα άφωνη, δεν μπορείτε να φανταστείτε πως ένιωσα. Κι αμέσως έκανα τη σκέψη,μπας και ανατριχίλες νιώθουν μόνο λαϊκά στρώματα της κενωνίας μας;
Δε λέω ίσως έχω κάπου λάθος και από εκφραστικής άποψης έχει δίκιο.
Αλλά δεν φανταζεστε πόσο απαξιωτικά το είπε.
Να υποθέσω ότι θεωρεί την ανατριχίλα ίδιον γνώρισμα της λαϊκούρας;
Ότι σπάνια νιώθει ανατριχίλα; Κι όχι μόνο εκείνη, αλλά και πολλοί άλλοι.
Μήπως το να δείχνουμε ότι τρέμουμε και ανατριχιάζουμε σύγκορμοι μάς χαλάει το ανθεκτικό μας προσωπείο; Το ίδιο που παρανοϊκά παραμένει απαθές σε αισθήματα;
Δεν ξέρω για την ίδια πάντως την ανατριχίλα ως λέξη την πάω με χίλια.
Ανατριχίλα από φόβο. Τρόμο.
Ανατριχίλα από αγωνία.
Ανατριχίλα από ηδονή.
Ανατριχίλα από το κρύο.
Ανατριχίλα από συγκίνηση.
Ανατριχίλα από την απέχθεια.
Ανατριχίλα θανάτου.
Ανατριχίλα από το βλέμμα του.

Την ίδια ανατριχίλα που ο Γκανάς την έκανε συνώνυμο του κόκκινου μήλου. Στα μάγουλα φορυτώδεις γεύσεις...
Τα πουλιά και τα τριζόνια
άντε τραγουδάνε τόσα χρόνια
κι από την ανατριχίλα
κοκκινίζουνε τα μήλα


Αλλά κι ο Κατσούλης ανέστησε έναν ευαίσθητο Απρίλη. Από τους μήνες που κάτι λαγαρό κινείται. Κι αναζητά να πεταχτεί. Καθάριο σαν νερό. Και σαν τον έρωτα.
Φέρνει μια ζάλη στους ανέμους, ανατριχίλα στο νερό
με την καρδιά στήνει πολέμους και με τον Έρωτα χορό.


Έρωτας κι ανατριχίλα και να σου μια νύχτα πυρκαγιά,σαν εκείνη που στην Πύλη του Αδριανού του Μάνου...
Έγιν' η νύχτα πυρκαγιά
η αγάπη ανατριχίλα
και μεις αρπάξαμε φωτιά
σαν τα ξερά τα φύλλα.


Αλλά κι αγαπημένος ο Σωκράτης ένιωσε την ανατριχίλα στο δάκρυ, ρυάκι. Εκεί που όλα ζουν αν τα θυμάσαι.
Στης πικροδάφνης τον ανθό και στης μυρτιάς τα φύλλα
το δάκρυ σου κοινώνησα και την ανατριχίλα.
Πριν την αυγή σκορπίσαμε σαν φύλλα στον αέρα
την ερημιά πυροβολώ κι εμένα βρίσκει η σφαίρα.


Κι έπειτα μου το σφύριξαν και τα Διάφανα Κρίνα. Ένα βράδυ παραπόνων και απολογίας...Κάτω από τα άστρα.
Λυπάμαι που δεν έγινα μια θάλασσα για σένα
να με κοιτάς νοσταλγικά με τα μαλλιά βρεγμένα
λυπάμαι που δεν έγινα Σαχάρα να ουρλιάζεις
κάτω από τ' άστρα από χαρά να κλαις ν' ανατριχιάζεις
λυπάμαι που δεν έγινα βράχος να ξαποστάσεις
αψηλάφητο να σκύψεις να το πιάσεις.


Κι ο Μούτσης για μια ανατριχίλα αλλιώτικη. Γενναία και αποφασιστική.
Σαν έτοιμος από καιρό
που αναβολή δεν παίρνει
σαν έτοιμος για εκδίκηση
-το νόημα με βαραίνει-
μέγα ανατρίχιασμα βουβό
σαν πύρινο σεντόνι -σε τύλιξε-
που η λάμψη του ως τα μάτια μου
φτάνει και με τυφλώνει.


Τι θα του σιγοτραγουδήσω απόψε; Χμμ, ωραία η ανατριχίλα. Και μου πάει, έτσι λαϊκή που 'μαι του λόγου μου! Αλλά να το ξέρεις...

Θα 'σαι
Πάντα
Θα 'σαι πάντα εσύ
Στο κύμα ανατρίχιασμα
Και λάμψη χρυσή.


Π.