Πόσα Πολυτεχνεία καθημερινά;
Πόσα λόγια παχιά, επετειακά, την ίδια μέρα;
Μπουκωμένα, ανούσια.
Πορείες, σημαίες, γαρύφαλλα.
Διαμάχες ακόμα και στα ιστολόγια για τον αριθμό των νεκρών. Για το λόγο.Την αιτία.
Για το...passe της υπόθεσης. Υπόθεσης...Χμμ...
Και κάπου ανάμεσα η αλήθεια. Να παλεύεις να τη ξεθάψεις με τα χέρια σου. Τα δικά σου γιατί κανείς δεν θα στην προσφέρει ανόθευτη, αν δεν τη λαμπυρίσεις κάτω από το δικό σου φως.
Ένας λαός που προχωρά και ξεχνά. Παραμυθιάζεται και παλεύει να σβήσει. Να παραποιήσει. Κυρίως τις μνήμες. Ο Σπύρος έχει γράψει καλύτερο αφιέρωμα, με ιστορικά στοιχεία, για όποιον θέλει να τα μάθει. Να γνωρίζει. Και να κρίνει.
Εμένα μου μένουν δυο...παιδιά. Μέσα στους δρόμους, μέσα στο πλήθος.
Ο Αλέξανδρος και ο Κώστας.
Το 'χω ξαναπεί. Οι επαναστάσεις γίνονται από λίγους. Αλίμονο.
«Δεν αντέχω άλλο μετά τρία χρόνια βίας. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά παρά να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν ελεύθερο άτομο» (το γράμμα ετούτο και πάμπολλα άλλα στοιχεία περιέχονται στο βιβλίο του συμπατριώτη του Κωνσταντίνου Γ. Παπούτση, «Το Μεγάλο Ναι. Υπόθεση Κώστα Γεωργάκη», εκδ. «Κωνσταντίνος»). Το μόνο ίσως που μπορούσε να διαχειριστεί απολύτως ελεύθερα ήταν το σώμα του και η ψυχή που το φτέρωνε. Κι έγινε φανός. Αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα. Κι έγινε η καρδιά του κυπαρίσσι.
Τώρα βρίσκεται εκεί μια μαρμάρινη επιγραφή για να βεβαιώνει, στα ιταλικά, πως «η Ελεύθερη Ελλάδα θα τον θυμάται για πάντα», «per sempre», με γράμματα μεγάλα, να ξεχωρίζουν.
''Άλλες όμως οι γραφές της βουλήσεως και της υπόσχεσης κι άλλες, πιο αδύναμες, οι γραφές της μνήμης. Κι ο Κώστας Γεωργάκης, που έγινε
«η φωτεινή περίληψη
του δράματός μας
στην ίδια λαμπάδα τη μία
τ' αναστάσιμο φως
κι ο επιτάφιος θρήνος μας»
όπως απαθανάτισε τη θυσία του ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στο ποίημά του «Η θέα του κόσμου», παραμένει ξενιτεμένος από τη συλλογική μας μνήμη.'' (Παντελής Μπουκάλας)
Και για τον Αλέξανδρο Παναγούλη του 'λαχε καλύτερη τύχη. Μια στάση μετρό.
Κι ας καταδικάστηκε ετούτη τη μέρα δις εις θάνατον για την απόπειρά του κατά κάποιου τυράννου,όχι ανθρώπου με απαίσια κολλημένο γέλιο. Κι ας πέθανε αργότερα, σάμπως τυχαία.
Τις ιστορίες τους τις ξέρουμε. Όσοι αντέχουμε να τις γνωρίζουμε και να προχωράμε. Για τους υπόλοιπους αυτά τα παιδιά ήταν του χαμού. Μοναχά που αυτά τα παιδιά ξέρανε να λατρεύουν δυο έννοιες τόσο πολύ ταυτισμένες με την Ελλάδα. Ελευθερία. Δημοκρατία.
Αυτές που οι ίδιοι τις ξεχνάμε. Αυτές που η γενιά μου τις θεωρεί δεδομένες και κατ' ουσίαν τις αγνοούν. Ceteris paribus και take it as granted.
Τίποτα δεν πάει χαμένο. Τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Και το Πολυτεχνείο ήταν αυτά τα δυο παιδιά. Τα τόσα άλλα άγνωστα παιδιά. Για μένα.
Για μερικούς δεν υπήρξε καν. Για άλλους υπήρξε, αλλά μεταλλάχτηκε σε λαμογιές. Σε άλλους είναι το άλλοθι για βανδαλισμούς. Για κάποιους είναι ντεμοντέ.
Ας είναι.
Για κάποιους ας μείνει μόνο η λαχτάρα εκείνων των άγνωστων παιδιών, νέων και αυτόβουλων, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, αγέρωχα απαρατήρητοι. Περήφανοι.
Γιατί πολεμήσαν; Για ένα δίπτυχο. Μη με ρωτάς. Δε θυμάμαι...
Ακούω μόνο το Μάνο και μου φτάνει αυτή τη μέρα.
Λίγα γαρούφαλλα απομένουν...κι εγώ γεμάτη από την απουσία τους, φορτωμένη με την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών...

Υπόσχεση
Τα δάκρυα που στα μάτια μας
θα δείτε ν' αναβρύζουν
ποτέ μην τα πιστέψετε
απελπισιάς σημάδια.
Υπόσχεση είναι μοναχά
γι' Αγώνα υπόσχεση


Αλέξανδρος Παναγούλης
(Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου, Φεβρουάριος 1972)



Π.