Ήταν έξαλλος που δεν τον κατάλαβε και αρνήθηκε να ξαναγίνει ο εαυτός της όταν το θέλησε εκείνος. Κι αφού εκείνη επέμενε να κρατήσει το προσωπείο της, μετέφερε το θυμό του στην άγνωστη του οτοστόπ την οποία παρίστανε η κοπέλα του και αποκάλυψε ξαφνικά τη φύση του δικού του ρόλου: σταμάτησε τις φιλοφρονήσεις, που ήταν ένας πλάγιος τρόπος να κολακέψει την κοπέλα του, κι άρχισε να παίζει τον σκληρό που, στις σχέσεις του με τις γυναίκες, προβάλλει τις βιαιότερες πλευρές του ανδρισμού του: ισχυρογνωμοσύνη, κυνισμό, αυτοπεποίθηση.
Ο ρόλος αυτός ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την τρυφερότητα και τη φροντίδα που την περιέβαλλε. Η αλήθεια είναι ότι, προτού τη γνωρίσει, δεν υπήρξε και τόσο αβρός με τις γυναίκες, αλλά ακόμα και τότε δεν ήταν καθόλου ο τύπος του αναίσθητου και σκληρού άντρα, γιατί ούτε ισχυρή θέληση τον διέκρινε ούτε οι ηθικοί ενδοιασμοί του έλειπαν. Παρ’ όλα αυτά, παρόλο που δεν έμοιαζε σ’ αυτό τον τύπο του άντρα, κάποια εποχή το ήθελε πολύ. Ήταν βεβαίως μια αρκετά αφελής επιθυμία, αλλά τι να γίνει: οι παιδιάστικες επιθυμίες ξεγλιστρούν απ’ όλες τις παγίδες του μυαλού του ενηλίκου και επιζούν καμιά φορά ως τα βαθιά γεράματα. Κι αυτή η παιδιάστικη επιθυμία βρήκε την ευκαιρία να πάρει σάρκα και οστά στο ρόλο που της προσφερόταν.
Η ξενοιασιά ήταν ό,τι του έλειπε περισσότερο του νεαρού στη ζωή του. Ο δρόμος της ζωή του ήταν χαραγμένος με αμείλικτη ακρίβεια: η δουλειά του όχι μόνο τον απασχολούσε πάνω από οχτώ ώρες καθημερινά αλλά διαπότιζε και την υπόλοιπη μέρα του με την αναγκαστική πλήξη των συνεδριάσεων και με τη μελέτη στο σπίτι. Μαζί πια και με τα αδιάκριτα βλέμματα συναδέλφων και συγγενών η δουλειά του διαπότιζε και τον απειροελάχιστο χρόνο της προσωπικής του ζωής, που ποτέ δεν είχε παραμείνει κρυφή και πολλές φορές αποτελούσε αντικείμενο κουτσομπολιού και δημοσίων συζητήσεων. Ακόμα και οι δεκαπενθήμερες διακοπές δεν του πρόσφεραν καμία αίσθηση λύτρωσης ή περιπέτειας.
Είχε συμφιλιωθεί τελικά με όλα αυτά, αλλά μερικές φορές περνούσε από τα μάτια του η φριχτή εικόνα ενός μεγάλου, ίσιου δρόμου όπου έτρεχε κυνηγημένος μπροστά στα μάτια των περαστικών, χωρίς να μπορεί να στρίψει πουθενά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ζωντάνεψε αυτή η εικόνα. Και μ’ ένα περίεργο βραχυκύκλωμα ο φανταστικός δρόμος ταυτίστηκε με τον πραγματικό δρόμο στον οποίο οδηγούσε. Η φανταστική ζωή καταπατούσε τα εδάφη της πραγματικής.
Ο νεαρός απομακρυνόταν από τον ευατό του και ταυτόχρονα από τον άτεγκτα χαραγμένο δρόμο απ’ όπου δεν είχε παρεκκλίνει ποτέ του.
«Ναι αλλά μου είπατε πως πηγαίνατε στα Τάτρας» ξαφνιάστηκε η κοπέλα.
«Όπου θέλω πηγαίνω δεσποινίς. Ελεύθερος άνθρωπος είμαι και κάνω και ότι μου αρέσει»