Ο νεαρός χαιρόταν κάθε φορά που την έβλεπε καλοδιάθετη, δεν της συνέβαινε και πολύ συχνά: ήταν αρκετά σκληρή η δουλειά της, σε δυσάρεστη ατμόσφαιρα, με πολλές υπερωρίες που δεν τις πληρωνόταν, και είχε άρρωστη τη μητέρα της στο σπίτι. Ήταν συχνά κουρασμένη, δεν είχε και πολύ γερά νεύρα, ούτε αυτοπεποίθηση και έπεφτε εύκολα σε κατάσταση φόβου και άγχους. Οπότε αυτός δεχόταν κάθε σημάδι ευθυμίας από μέρους της με την τρυφερή φροντίδα μεγαλύτερου αδερφού.
«Τυχερός είμαι σήμερα. Στα πέντε χρόνια που οδηγώ, δε μου ‘χει κάνει οτοστόπ μια τόσο όμορφη κοπέλα»
Η κοπέλα δεχόταν με ευγνωμοσύνη και το παραμικρό κοπλιμέντο του φίλου της. Για να παρατείνει λίγο τη ζεστασιά του, είπε: «Τι ωραία που τα λέτε τα ψέματα».
«Μοιάζω για ψεύτης;»
«Μοιάζει να σας αρέσει να λέτε ψέματα στις γυναίκες» του είπε, και χωρίς να το θέλει, λίγο από το παλιό της άγχος διαπέρασε τα λόγια της, γιατί όντως πίστευε πως του φίλου της του άρεσε να λέει ψέματα στις γυναίκες.
Αυτός συνήθως θύμωνε με τις ζήλιες της κοπέλας του, αλλά εκείνη τη μέρα μπορούσε εύκολα να μη δώσει σημασία, αφού τα λόγια δεν απευθύνονταν σ’ εκείνον αλλά σ’ έναν άγνωστο οδηγό. Αρκέστηκε σε μια τετριμμένη ερώτηση: «Σας πειράζει;»
«Αν ήμουν η κοπέλα σας θα με πείραζε» είπε εκείνη, και τα λόγια της περιείχαν ένα διακριτικό μάθημα ηθικής για τον νεαρό. Αλλά το τέλος της φράσης της ίσχυε μόνο για τον άγνωστο οδηγό: «αλλά αφού δε σας ξέρω, τι να με πειράξει».
«Μια γυναίκα συγχωρεί πάντοτε ευκολότερα έναν ξένο παρά τον φίλο της» (αυτό ήταν τώρα το δικό του διακριτικό μάθημα ηθικής για την κοπέλα). «Οπότε αφού εμείς είμαστε ξένοι, θα τα πάμε μια χαρά».
Στα λόγια αυτά η κοπέλα σήκωσε τα μάτια προς τον νεαρό, και τον είδε έτσι ακριβώς όπως τον φανταζόταν τις πιο οδυνηρές στιγμές της ζήλιας της. Τρόμαζε με τη φιλαρέσκεια με την οποία της απευθυνόταν τώρα (σ’ αυτή την άγνωστη του οτοστόπ), και η οποία τον έκανε έτσι γοητευτικό. Του απάντησε με προκλητική θρασύτητα: «Να κατέβετε να κάνετε τι;»
«Δε θα χρειαζόταν και πολλή σκέψη για να δω τι θα έκανα με μια τόσο όμορφη κοπέλα» είπε ιπποτικά ο νεαρός, και αυτήν τη φορά απευθυνόταν ξανά πολύ περισσότερο στη δικιά του κοπέλα παρά στην άγνωστη του οτοστόπ.
Τα κολακευτικά αυτά λόγια την έκαναν να αισθανθεί σαν να τον είχε πιάσει επ’ αυτοφώρω, σαν να του είχε αποσπάσει με κάποιο έξυπνο τέχνασμα μια ομολογία. Αισθάνθηκε μέσα της ένα σύντομο ξέσπασμα έντονου μίσους και είπε:
«Σαν να παραείστε σίγουρος για τον εαυτό σας!»
Ο νεαρός την κοίταξε: το όλο πείσμα πρόσωπό της είχε συσπαστεί. Ένιωσε για εκείνη έναν περίεργο οίκτο και παρακαλούσε να ξαναδεί το συνηθισμένο, οικείο βλέμμα της (το απλό και παιδικό, όπως το έλεγε ο ίδιος). Έσκυψε προς το μέρος της, την αγκάλιασε από τους ώμους και, θέλοντας να δώσει ένα τέλος στο παιχνίδι, πρόφερε απαλά το όνομα που της είχε βγάλει ο ίδιος.
Εκείνη όμως τραβήχτηκε και είπε:
«Σαν πολύ γρήγορα προχωρήσατε!»
«Με συγχωρείτε δεσποινίς» έκανε ο νεαρός έπειτα από αυτή την απόκρουση. Κι έμεινε να κοιτάει το δρόμο μπροστά του σιωπηλός.

Γύρισε ελαφρά προς το μέρος του και είπε ναζιάρικα:
«Δεν ήθελα να σας πληγώσω κύριε»
«Συγγνώμη, δε θα σας ξαναγγίξω» είπε εκείνος.