Του έδειξαν το βάθος του χολ, πλάι στη σκάλα, όπου μια ξανθιά περασμένης ηλικίας ήταν θρονιασμένη κάτω από έναν πίνακα γεμάτο κλειδιά. Με τα χίλια ζόρια την κατάφερε να του δώσει το κλειδί του τελευταίου ελεύθερου δωματίου.
Και η κοπέλα, μόλις έμεινε μόνη, εγκατέλειψε το ρόλο της. Δεν την πείραξε όμως που άλλαξαν δρομολόγιο. Ήταν τόσο αφοσιωμένη στο φίλο της, που δεν είχε ποτέ αμφιβολίες για οτιδήποτε έκανε εκείνος, και του πρόσφερε με εμπιστοσύνη κάθε στιγμή της ζωής της. Έπειτα σκέφτηκε πως κι άλλες γυναίκες, από αυτές που συναντούσε τα επαγγελματικά του ταξίδια, θα είχαν μείνει να τον περιμένουν στο αυτοκίνητο του, όπως αυτή τώρα. Περιέργως δεν την αναστάτωσε καθόλου αυτή η σκέψη. Χαμογέλασε. Της άρεσε η ιδέα πως τούτη τη φορά η ξένη είναι αυτή. Μια ανέμελη και πρόστυχη ξένη γυναίκα, από αυτές που τόσο τις ζήλευε. Της φαινόταν ότι τις βγάζει από το παιχνίδι, ότι βρήκε τον τρόπο να τους κλέψει τα όπλα τους. Ότι πρόσφερε επιτέλους στο φίλο της αυτό που δεν είχε μπορέσει να του προσφέρει ως τότε: ελαφρότητα, ξενοιασιά, ξεδιαντροπιά. Ένιωθε μια περίεργη ικανοποίηση στη σκέψη πως μόνο αυτή μπορούσε να είναι όλες οι γυναίκες, κι έτσι μπορούσε (μόνο αυτή) να μονοπωλήσει την προσοχή του καλού της, να την απορροφήσει εξ ολοκλήρου.
«Τι θα πάρετε για απεριτίφ;» Δεν τη συγκινούσε ιδιαίτερα το αλκοόλ, έπινε απλώς λίγο κρασί. Αυτή τη φορά απάντησε επίτηδες: «Μια βότκα»
«Περίφημα» είπε εκείνος. «Ελπίζω να μη μεθύσετε»
«Και λοιπόν;» είπε εκείνη
Ο νεαρός ύψωσε το ποτήρι του και είπε: «Στην υγειά σας!»
«Τίποτα πιο πρωτότυπο δε βρήκατε;»
Κάτι στο παίξιμό της είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει. Τώρα που βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο, συνειδητοποίησε πως του φαινόταν άλλη, όχι μόνο από τα λόγια της, αλλά κυρίως επειδή είχε μεταμορφωθεί ολόκληρη, στις κινήσεις του κορμιού της και στις εκφράσεις του προσώπου της, και έμοιαζε αξιοθρήνητα πιστά στο είδος των γυναικών που του ήταν πολύ γνώριμο και του ενέπνεε ελαφρά αηδία.
«Καλά δεν πίνω στην υγειά σας, αλλά στη συνομοταξία σας, που συνδυάζει τις αρετές του ζωικού βασιλείου με τα ελαττώματα του ανθρώπινου γένους»
«Όταν λέτε συνομοταξία μου, εννοείτε όλες τις γυναίκες;» ρώτησε εκείνη.
«Εννοώ αυτές που σας μοιάζουν».
«Όπως και να ‘ναι δεν το βρίσκω και πολύ πνευματώδες να συγκρίνετε τις γυναίκες με τα ζώα».
«Καλά, δεν θα πιω στη συνομοταξία σας, αλλά στη ψυχή σας, συμφωνείτε; Στην ψυχή σας, που παίρνει φωτιά όταν κατεβαίνει από το κεφάλι στην κοιλιά σας και σβήνει όταν ξανανεβαίνει απ’ την κοιλιά σας στο κεφάλι σας.»
«Σύμφωνοι, στην ψυχή μου που κατεβαίνει στην κοιλιά μου»
«Άλλη μια μικρή διόρθωση, Καλύτερα να πιούμε στην κοιλιά σας που κατεβαίνει η ψυχή σας» είπε εκείνος
Το σώμα της φάνηκε να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα: η κοπέλα αισθανόταν κάθε χιλιοστό της επιδερμίδας της.
Ο νεαρός εκνευριζόταν όλο και περισσότερο βλέποντας πόσο καλά ήξερε την κοπέλα του να φέρεται σαν εύκολη γυναίκα. Αφού μπορούσε να την υποδύεται τόσο καλά, σκεφτόταν, άρα έτσι ήταν και στη πραγματικότητα. Δηλαδή δεν είχε περάσει μέσα στο πετσί της κάποια ξένη ψυχή, ουρανοκατέβατη. Η γυναίκα την οποία ενσάρκωνε μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν ο πραγματικός της εαυτός. Ή τουλάχιστον ένα μέρος του ευατού της που το κρατούσε ως τότε φυλακισμένο, αλλά που με το πρόσχημα του παιχνιδιού είχε ξεφύγει από τη φυλακή του. Όχι, απέναντί του δεν καθόταν κάποια άλλη με το κορμί της κοπέλας του, ήταν η κοπέλα του αυτή και καμία άλλη. Την κοιτούσε με αποστροφή που όλο και μεγάλωνε.
Όσο πιο ξένη του ήταν διανοητικά τόσο περισσότερο τόσο την ποθούσε σωματικά. Η ξενικότητα της ψυχής της χάριζε μοναδικότητα στο κορμί της. Ακόμα καλύτερα, η ξενικότητα αυτή έκανε επιτέλους το κορμί της κορμί, σαν να μην είχε υπάρξει ως τότε για κείνο αυτό το κορμί παρά μόνο μες στην ομίχλη της συμπόνιας, της τρυφεράδας, της φροντίδας, της αγάπης και της συγκίνησης. Σαν να ‘χε χαθεί μέσα σ’ αυτήν την ομίχλη (ναι, σαν να είχε χαθεί το κορμί!) Ο νεαρός είχε την αίσθηση πως πρώτη φορά βλέπει το κορμί της κοπέλας του.
Το παιχνίδι τη συνάρπαζε. Της χάριζε πρωτόγνωρες αισθήσεις. Και κυρίως αυτή η αίσθηση…η αίσθηση μιας ανεύθυνης ξενοιασιάς.
Αυτή που πάντοτε έτρεμε για το αμέσως επόμενο λεπτό, ξαφνικά ένιωθε τελείως χαλαρά. Η ξένη ζωή στην οποία βρέθηκε ξαφνικά βυθισμένη ήταν μια ζωή χωρίς ντροπές, χωρίς βιογραφικά στοιχεία, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, χωρίς υποχρεώσεις, μια ασυνήθιστα ελεύθερη ζωή. Της επιτρεπόταν τα πάντα, μπορούσε να κάνει, να πει, να νιώσει τα πάντα.
Καθώς διέσχιζε την τραπεζαρία πρόσεξε πως την παρατηρούσαν απ’ όλα τα τραπέζια. Ήταν κι αυτό μια πρωτόγνωρη αίσθηση: η ξεδιάντροπη ηδονή που της χάριζε το κορμί της. Κι ενώ ήταν περήφανη για την ομορφιά της και το καινούριο πια καλοφτιαγμένο κορμί της, η συστολή μετρίαζε αμέσως την περηφάνια της: καταλάβαινε πολύ καλά πως η γυναικεία ομορφιά λειτουργεί προπαντός σαν σεξουαλική πρόσκληση, κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Ήθελε το κορμί της να απευθύνεται μόνο στον άντρα που αγαπούσε. Όταν κοιτούσαν το στήθος της οι άντρες στο δρόμο, είχε την αίσθηση πως τα βλέμματα αυτά κηλίδωναν κάπως τον πιο απόκρυφό της κόσμο της, που ανήκε μονάχα σ’ αυτήν και στον εραστή της. Αλλά τώρα ήταν η κοπέλα του οτοστόπ, η γυναίκα χωρίς πεπρωμένο. Είχε ελευθερωθεί από τις τρυφερές αλυσίδες του έρωτά της κι άρχιζε να αποκτά όλο και πιο έντονα συνείδηση του κορμιού της. Και όσο πιο ξένα ήταν τα βλέμματα που το παρατηρούσαν τόσο πιο πολύ την ερέθιζε το κορμί αυτό.
Ήταν ένα περίεργο παιχνίδι. Κι αυτό ακριβώς ήταν οδυνηρό. Έβλεπε την κοπέλα του να σαγηνεύει έναν άγνωστο και είχε το θλιβερό προνόμιο να παρίσταται στη σκηνή. Να βλέπει από κοντά πώς έδειχνε και τι έλεγε όταν τον απατούσε (όταν θα τον απατούσε). Είχε την παράδοξη τιμή να χρησιμεύει ο ίδιος σαν δόλωμα για την απιστία της.
Το χειρότερο είναι πως δεν την αγαπούσε απλώς: τη λάτρευε. Σκεφτόταν πάντοτε πως η κοπέλα αυτή είναι πραγματική μόνο μέσα στα όρια της πίστης και της αγνότητας και πως πέρα από αυτά τα όρια απλούστατα δεν υπάρχει.
«Ένας τύπος μού είπε: Πόσο πάει, δεσποινίς;»
«Γιατί σας κάνει εντύπωση! Μοιάζετε με πόρνη.»
«Τότε γιατί δε μένατε μ’ εκείνο τον κύριο;»
«Μα αφού είμαι μαζί σας.»
«Μπορείτε να βρεθείτε αργότερα. Απλώς συνεννοηθείτε μαζί του.»
«Δε μου αρέσει όμως.»
«Πάντως δε θα σας πείραζε καθόλου να έχετε πολλούς άντρες σε μια νύχτα.»
«Γιατί όχι; Άμα είναι ωραίοι.»
«Και τους προτιμάτε έναν έναν ή όλους μαζί;»
«Δεν έχω πρόβλημα.»
Η συζήτηση χόντραινε όλο και περισσότερο. Αυτό σόκαρε την κοπέλα αλλά δε μπορούσε να διαμαρτυρηθεί. Ακόμα και στο παιχνίδι δεν είναι ελεύθερος κανείς: το παιχνίδι είναι παγίδα για τον παίκτη. Δεν υπάρχει διαφυγή, η ομάδα δεν μπορεί να φύγει από το γήπεδο προτού τελειώσει ο αγώνας, τα πιόνια στο σκάκι δεν μπορούν να βγουν απ’ τα τετραγωνικά της σκακιέρας. Τα όρια του αγωνιστικού χώρου είναι αδιάβατα.
Ο νεαρός φώναξε το γκαρσόνι και πλήρωσε. Έπειτα σηκώθηκε και είπε: «Πάμε»
«Πού δηλαδή;»
«Άσε τις ερωτήσεις και πάμε!»
«Πώς μιλάτε έτσι;»
«Έτσι μιλάω εγώ στις πουτάνες»