Είχαν φτάσει στο πρώτο πάτωμα. Ο νεαρός άνοιξε την πόρτα του δωματίου και γύρισε το διακόπτη, κλείδωσε και στράφηκε στην κοπέλα. Εκείνη στεκόταν μπροστά του, με μια αυθάδη ηδυπάθεια στο βλέμμα, σαν να του πετούσε το γάντι.
Την κοιτούσε και προσπαθούσε να ανακαλύψει, πίσω αυτήν τη λάγνα έκφραση, τα γνώριμά του χαρακτηριστικά, αυτά που τόσο τρυφερά αγαπούσε. Ήταν σαν να κοιτούσε δύο εικόνες μέσα από τον ίδιο φακό, δύο εικόνες τη μια πάνω στην άλλη, που τις έβλεπε, σαν να ‘ταν διάφανες, τη μια μέσα στην άλλη.
Αυτές οι δύο επάλληλες εικόνες τού έλεγαν πως η κοπέλα του μπορούσε να περιέχει τα πάντα, πως η ψυχή της ήταν τρομερά απροσδιόριστη, πως μέσα εκεί η πίστη έβρισκε θέση πλάι στην απιστία, η προδοσία πλάι στην αθωότητα, η κοκεταρία πλάι στη συστολή, αυτό το άτσαλο ανακάτεμα του φαινόταν εξίσου αποκρουστικό με το παρδαλό συνονθύλευμα ενός σωρού σκουπιδιών.
Του φάνηκε πως η κοπέλα την οποία είχε αγαπήσει ήταν απλώς γέννημα του πόθου του, της σκέψης του, της εμπιστοσύνης του, ενώ η πραγματική κοπέλα που έστεκε τώρα μπροστά του ήταν απελπιστικά άλλη, απελπιστικά ξένη, απελπιστικά πολύμορφη. Τη μισούσε.
«Τι κάθεσαι; Γδύσου!»
«Είναι απαραίτητο;» είπε εκείνη, χαμηλώνοντας φιλάρεσκα το κεφάλι.
Του φάνηκε πολύ οικείος αυτός ο τόνος, σαν να του το είχε πει παλιά αυτό και κάποια άλλη, μόνο που τώρα δε θυμόταν ποια. Ήθελε να την ταπεινώσει. Όχι την κοπέλα του οτοστόπ, αλλά αυτήν, την κοπέλα του. Το παιχνίδι τελικά γινόταν ένα με τη ζωή. Το παιχνίδι της ταπείνωσης της κοπέλας του οτοστόπ ήταν απλώς πρόσχημα για να ταπεινώσει την κοπέλα του. Είχε ξεχάσει πως παίζει ένα παιχνίδι. Μισούσε τη γυναίκα που είχε μπροστά του.
Την κοίταξε καλά, έβγαλε το πορτοφόλι του πενήντα κορόνες: «Φτάνουν;» της είπε.
«Δεν είστε πολύ γενναιόδωρος»
«Δεν αξίζει περισσότερα» της είπε εκείνος.
Εκείνη σφίχτηκε επάνω του: «Γιατί μου φέρεσαι έτσι; Πιο γλυκός πρέπει να ‘σαι. Προσπάθησε λιγάκι!»
Τον αγκάλιασε και πλησίασε το στόμα της στο δικό του. Αλλά εκείνος ακουμπούσε τα δάχτυλά του στα χείλη της και την απώθησε μαλακά: «Φιλάω μόνο γυναίκες που αγαπάω» είπε.
«Κι εμένα δε μ’ αγαπάς;»
«Όχι.»
«Και ποιαν αγαπάς;»
«Τι σε νοιάζει εσένα; Γδύσου!»
Ποτέ της δεν είχε γδυθεί έτσι. Η ντροπή, η αίσθηση πανικού, ο ίλιγγος, όλα όσα ένιωθε όταν γδυνόταν μπροστά του, όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί. Στεκόταν μπροστά του, σίγουρη για τον εαυτό της, προκλητική, λουσμένη στο φως, κατάπληκτη που ανακάλυψε ξαφνικά τις άγνωστες ως τότε γι’ αυτήν κινήσεις ενός αργού, μεθυστικού στριπτίζ. Και ξαφνικά βρέθηκε να στέκεται ολόγυμνη μπροστά του, πετώντας τη μάσκα της, που σήμαινε πως ήταν πια ο εαυτός της.
Εκείνος όμως έμεινε ακίνητος, δεν έκανε καμιά κίνηση που να σημάνει το τέλος του παιχνιδιού. Δεν έβλεπε το τόσο γνώριμο χαμόγελό της, δεν έβλεπε μπροστά του παρά μόνο το ωραίο , άγνωστο σώμα της κοπέλας του, που τη μισούσε. Το μίσος ξέπλενε την ηδυπάθειά του από κάθε συναισθηματικό επίχρισμα.
Πρόσταξε την κοπέλα του ν’ ανέβει πάνω στο τραπέζι. Εκείνη έκανε μια ικετευτική κίνηση, αλλά εκείνος είπε: «Γι’ αυτό πληρώθηκες».
Μπροστά στην αμετακίνητη αποφασιστικότητα που διάβασε στο βλέμμα του, η κοπέλα προσπάθησε να συνεχίσει το παιχνίδι, αλλά δε μπορούσε πια, δεν ήξερε πώς. Με δάκρυα στα μάτια ανέβηκε στο τραπέζι. Εκείνος όμως απολάμβανε τη θέα του γυμνού κορμιού που ορθωνόταν μπροστά του, και η γεμάτη συστολή αβεβαιότητα της κοπέλας τον έκανε ακόμα πιο τυραννικό. Ήθελε να δει αυτό το κορμί σ’ όλες τις στάσεις κι απ’ όλες τις γωνίες, όπως φανταζόταν πως το είχαν δει και θα το έβλεπαν άλλοι άντρες. Φερόταν χοντροκομμένα, χυδαία. Χρησιμοποιούσε λέξεις που αυτή δεν τον είχε ακούσει να τις ξεστομίζει ποτέ. Τώρα εκείνη ήθελε να ξεφύγει να αντισταθεί.
Τον φώναξε με το όνομά του, αλλά εκείνος της έβαλε τις φωνές, από πού και ως πού τέτοια οικειότητα.
Έσμιξε μαζί της. Η κοπέλα χάρηκε που επιτέλους σταμάτησε αυτό το άθλιο παιχνίδι, που θα ήταν και πάλι οι δυο τους, έτσι όπως ήταν και προηγουμένως κι έτσι όπως αγαπιόταν. Θέλησε να πιέσει τα χείλη της πάνω στα δικά του, αλλά εκείνος την απώθησε και επανέλαβε πως φιλάει μόνο τις γυναίκες που αγαπάει. Η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς. Αλλά ούτε και να κλάψει δεν αξιώθηκε τελικά, γιατί το βίαιο πάθος του φίλου της κυρίευε σιγά σιγά το κορμί της, και το κορμί της έπνιξε στο τέλος το παράπονο της ψυχής της. Σύντομα στο κρεβάτι έμειναν δυο κορμιά ξένα μεταξύ τους. Αυτό ακριβώς φοβόταν μια ζωή η κοπέλα όσο τίποτα στον κόσμο και το είχε αποφύγει επιμελώς ως τώρα: τον έρωτα χωρίς συναίσθημα και χωρίς αγάπη.
Δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπό της. Ήξερε πως το παιχνίδι είχε τελειώσει, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να επιστρέψει στην κανονική τους σχέση. Ήταν ξαπλωμένος πλάι στην κοπέλα στα σκοτεινά, έτσι όμως που να μην αγγίζονται τα κορμιά τους.
Έπειτα από λίγο άκουσε τα πνιχτά αναφιλητά της. Το χέρι της άγγιξε το χέρι του μια δειλή, παιδιάστικη κίνηση. Τον άγγιξε, τραβήχτηκε, τον ξανάγγιξε, κι έπειτα, μέσα απ’ τα αναφιλητά, ακούστηκε μια ικετευτική φωνή που τον φώναζε με τ’ όνομά του κι έλεγε: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ…»
Ο νεαρός σώπαινε, έμενε ακίνητος και συνειδητοποιούσε τη θλιβερή κενότητα της διαβεβαίωσης της κοπέλας του, όπου το άγνωστο οριζόταν δια του αγνώστου. Τα αναφιλητά έδωσαν τη θέση τους σε ένα ηχηρό κλάμα. Τότε ο νεαρός αποφάσισε να καλέσει σε βοήθεια τη συμπόνια για να μπορέσει να παρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν άλλες δεκατρείς μέρες διακοπών μπροστά τους.